30 Απριλίου 2024

Η κλιματική αλλαγή, η απολιγνιτοποίηση και η έκρηξη στις τιμές του ρεύματος.

Πριν από μερικά χρόνια, σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας, παρουσιάστηκαν, σε κλειστό κύκλο προσκεκλημένων, τα ευρήματα Δημοσκόπησης με θέμα τις τάσεις του κοινού στο πρόβλημα της προστασίας του περιβάλλοντος.

Του Κωνσταντίνου Β. Γιωτόπουλου*

Στο ερώτημα, εάν θα υποστήριζαν μια πιο ενεργή πολιτική περιβαλλοντικής προστασίας, η απάντηση ήταν ένα ομόθυμο ΝΑΙ.

Στο ερώτημα, εάν θα ήταν διατεθειμένοι να συμμετάσχουν στο κόστος αυτής της πολιτικής, η απάντηση, με πολύ μεγάλη πλειοψηφία, ήταν ΟΧΙ.

Η στάση αυτή, δηλαδή επιθυμούμε μια πιο αποτελεσματική περιβαλλοντική πολιτική, αλλά δεν είμαστε πρόθυμοι να πληρώνουμε γι’ αυτό, ενθάρρυνε την επικράτηση της άποψης ότι, στις δημόσιες συζητήσεις, θα πρέπει να τονίζονται οι φοβερές επιπτώσεις της υπερθέρμανσης του πλανήτη και της κλιματικής αλλαγής, αλλά θα πρέπει να αποφεύγονται αναφορές στο τίμημα που πρέπει να καταβάλουμε για την εφαρμογή πιο αποτελεσματικών πολιτικών περιβαλλοντικής προστασίας.  Όλοι θέλουμε αποτελεσματική διαχείριση των απορριμμάτων μας, αλλά μακριά από εμάς, σε κάποιο άλλο γεωγραφικό διαμέρισμα.

Αποτέλεσμα αυτού του τρόπου θεώρησης, που αντανακλά φόβο για την αντίδραση των πολιτών στο άκουσμα της λέξης κόστος, είναι να δημιουργείται η ψευδαίσθηση, σε μερίδα  πολιτών,  ότι η αντιμετώπιση του προβλήματος της υπερθέρμανσης της ατμόσφαιρας και των επιπτώσεων στο κλίμα, μπορεί να εξασφαλισθεί δωρεάν.  Και αν είναι απαραίτητη η καταβολή τιμήματος, μέσω της αύξησης των τιμών βασικών αγαθών όπως η ηλεκτρική ενέργεια, κάποιοι άλλοι θα πρέπει να πληρώσουν.

Δεν είναι επομένως περίεργη η έκπληξη, που φαίνεται να δείχνουν σήμερα ορισμένοι “παρατηρητές”, βλέποντας την τάση επιτάχυνσης της ανόδου των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος και ακούγοντας τις συζητήσεις για τη θέσπιση επιδοτήσεων των ευάλωτων νοικοκυριών, για να μπορούν να πληρώνουν τους λογαριασμούς ρεύματος.

Όμως, κανείς από τους γνώστες των ενεργειακών πραγμάτων της χώρας δεν αιφνιδιάστηκε.

Εδώ και χρόνια, είχαν επισημανθεί και αναλυθεί, οι λόγοι για τους οποίους η μακρά περίοδος της φθηνής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα έφθανε στο τέλος της. Όμως, η επικράτηση της άποψης “καλό είναι να αποφεύγονται οι συζητήσεις για το κόστος”, εμπόδισε την ενημέρωση των πολιτών για το τι πραγματικά σημαίνει η εγκατάλειψη του άνθρακα, η “απολιγνιτοποίηση”, σύμφωνα με τον όρο που επικράτησε στην Ελλάδα, και για το πού θα πάνε οι τιμές του ρεύματος.

Είναι αξιοσημείωτο ότι, στις σχετικές αναλύσεις και επισημάνσεις μας, εισπράτταμε απαντήσεις, που κάποιες φορές άγγιζαν τα όρια της αφέλειας και του ευσεβούς πόθου.

Η βασική απάντηση ήταν. “Με το άνοιγμα της αγοράς ηλεκτρισμού και την κατάργηση του μονοπωλίου της ΔΕΗ, θα εισέλθουν στον κλάδο και άλλοι παραγωγοί/πάροχοι, θα ξεσπάσει ανταγωνισμός μεταξύ τους και θα μειωθούν οι τιμές.”

Η αγορά άνοιξε, το μονοπώλιο της ΔΕΗ καταργήθηκε, αλλά οι τιμές αυξάνονται. Ο λόγος, απλός.

Η παραγωγή ηλεκτρισμού στην Ελλάδα, σε ποσοστό που είχε φθάσει και το 70% της ζήτησης, στηρίζονταν στους λιγνιτικούς σταθμούς παραγωγής, με κόστος που δεν ξεπερνούσε τα 40 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Το κόστος των λιγνιτικών σταθμών είναι ελεγχόμενο και δεν συναρτάται με τις έντονες και συνήθως απρόβλεπτες μεταβολές της διεθνούς πολιτικής και οικονομικής συγκυρίας, όπως συμβαίνει με το εισαγόμενο φυσικό αέριο.

Αυτό ακριβώς επέτρεπε στη ΔΕΗ να διατηρεί ενιαίες χαμηλές τιμές σε ολόκληρη τη χώρα και να επιδοτεί, τόσο τους κατοίκους των μη διασυνδεδεμένων νησιών  (Κρήτη , Ρόδος κλπ.), όπου λειτουργούσαν αυτόνομοι σταθμοί παραγωγής με εισαγόμενα καύσιμα και υψηλό κόστος παραγωγής, όσο και τη λειτουργία των Αιολικών και Φωτοβολταϊκών πάρκων τρίτων. Χωρίς αυτές τις επιδοτήσεις, θα ήταν αδύνατη η εμπορική λειτουργία αυτών των εγκαταστάσεων, δεδομένου ότι το πραγματικό κόστος παραγωγής τους, ανά κιλοβατώρα, είναι πολλαπλάσιο του αντίστοιχου κόστους παραγωγής των λιγνιτικών σταθμών.

Ο εξοβελισμός, επομένως, του λιγνίτη από την ενεργειακή σκηνή της χώρας, δημιουργεί νέα δεδομένα για το κόστος παραγωγής ρεύματος και τις τιμές στην Ελλάδα.

Μέχρι τώρα, αποφεύγονταν οι δυσάρεστες συζητήσεις για κόστος και τιμές. Τώρα όμως ο λογαριασμός έρχεται. Και δεν μπορούμε να τον αποφύγουμε.

* Ο κ. Κ. Β. Γιωτόπουλος είναι τ. Γενικός Διευθυντής Οικον. ΔΕΗ, τ. Πρόεδρος της ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ CEEP (Βρυξέλλες, Ευρωπαϊκό Κέντρο      Επιχειρήσεων με Δημόσια Συμμετοχή), τ. Διευθύνων Σύμβουλος ΤΡΑΜ Α.Ε.

Πηγή: capital.gr

Επισκέψεις: 58

Δημοσιεύστε το αν σας αρέσει